γλύκισμα — το κάθε παρασκεύασμα που έχει ως βάση τη ζάχαρη ή άλλη γλυκαντική ουσία: Μου αρέσουν τα παραδοσιακά γλυκίσματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πελανός — και πέλανος, ό, Α 1. κάθε πυκνόρρευστο υγρό, όπως, λ.χ. το λάδι και β) το πηχτό αίμα («ῥοφεῑν ἐρυθρὸν ἐκ μελέων πελανόν», Αισχύλ.) 2. παχύρρευστο μίγμα από αλεύρι, μέλι και λάδι, το οποίο έχυναν ή έκαιγαν στους βωμούς ως προσφορά στους θεούς 3.… … Dictionary of Greek
σιροπιάζω — και σοροπιάζω Ν [σιρόπι / σορόπι] 1. (μτβ.) διαβρέχω, περιχύνω γλύκισμα με σιρόπι 2. (αμτβ.) α) (για διάλυμα ζάχαρης και νερού ύστερα από βρασμό) γίνομαι σιρόπι, γίνομαι παχύρρευστος σαν σιρόπι β) (για γλύκισμα) διαβρέχομαι με σιρόπι, απορροφώ… … Dictionary of Greek
σοκολάτα — Προϊόν που παράγεται με βάση το κακάο και καταναλώνεται ευρύτατα ως τροφή και ως γλύκισμα. Εκτός από τη σκόνη του καβουρντισμένου κακάου, στη σ. προστίθεται ζάχαρη και το βούτυρο του κακάου. Η εκατοστιαία αναλογία των ουσιών αυτών ποικίλλει:… … Dictionary of Greek
άδαρτος — η, ο (Α ἄδαρτος, ον) αυτός που δεν δάρθηκε, αξυλοκόπητος, αχτύπητος νεοελλ. αυτός που δεν αναταράχτηκε, δεν χτυπήθηκε με κατάλληλο όργανο (λέγεται για το γάλα, που τό χτυπούν για να αφαιρεθεί το βούτυρό του, ή για τα αβγά, που επίσης τά χτυπούν… … Dictionary of Greek
έγχυτος — ἔγχυτος, ον (Α) 1. ο χυμένος μέσα σε κάτι 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔγχυτος γλύκισμα που χύθηκε σε ένα σχήμα 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγχυτον α) έγχυση β) έγχυμα … Dictionary of Greek
αβγοκαλάμαρα — τα γλύκισμα από φύλλα που ζυμώνονται με χτυπητά αβγά, τηγανίζονται συνήθως σε σχήμα διπλωμένης ταινίας, περιχύνονται με μέλι και τριμμένα καρύδια ή αμύγδαλα και πασπαλίζονται με κανέλα, αλλιώς δίπλες, ξεροτήγανα, ψαθούρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αβγό +… … Dictionary of Greek
αμυγδαλάτος — και μυγδαλάτος, η, ο (Μ ἀμυγδαλάτος, η, ον) αυτός που έχει μέγεθος αμυγδάλου νεοελλ. 1. αυτός που έχει σχήμα αμυγδάλου, αμυγδαλωτός 2. το ουδ. ως ουσ. το αμυγδαλάτο το γλύκισμα αμυγδαλωτό*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + παραγ. κατάλ. –ατος] … Dictionary of Greek
αμυγδαλόπαστα — και μυγδαλόπαστα, η και –στο, το γλύκισμα παρασκευασμένο με κοπανισμένα αμύγδαλα, αβγά, ζάχαρη, κ.λπ., αμυγδαλωτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + πάστα] … Dictionary of Greek
αμυγδαλόπηκτο — το γλύκισμα αμυγδάλου, μαντολάτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + πηκτο < έπηξα, πήζω. Τη λ. χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Ιταλός δημοσιογράφος και συγγραφέας Αντ. Φραβασίλης το 1888] … Dictionary of Greek